- εκατονταπλάσιο
- centuple
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εκατονταπλάσιος — α, ο επίρρ. α 1. ο εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος. 2. το ουδ. ως ουσ., εκατονταπλάσιο ποσότητα εκατονταπλάσια: Το εκατονταπλάσιο του 3 είναι 300 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκατονταπλάσιος — α, ο (Α ἑκατονταπλάσιος, ον) ο εκατονταπλούς, αυτός που είναι εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον ή από τον εαυτό του νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εκατονταπλάσιο εκατονταπλάσια ποσότητα … Dictionary of Greek
ρινικός — ή, ό, Ν (ανατ. ιατρ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίνα, στη μύτη (α. «ρινικό διάφραγμα» β. «ρινικός κατάρρους» 2. φρ. α. «ρινικός αδένας» βιολ. αδένας τών θαλάσσιων πτηνών και ερπετών που καταπίνουν αλμυρό νερό, ο οποίος απομακρύνει τα… … Dictionary of Greek